βολίτινος

βολίτινος
βολίτινος, -η, -ον (Α) [βόλιτον, -ος]
ο κατασκευασμένος από κόπρο βοδιών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βολίτινον — βολίτινος of cow dung masc acc sg βολίτινος of cow dung neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βόλιτον — βόλιτον, το ή βόλιτος, ο (Α) 1. συνήθ. στον πληθ. κόπρος των βοδιών 2. φρ. «βολίτου δίκη» δίκη για εντελώς ασήμαντο πράγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλα προς τους τύπους βόλιτον (Αριστοφ., Κρατίνος) και βόλιτος (Σχόλια Αριστοφ.) μαρτυρούνται επίσης τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”